-
1 дополнение
1. (пополнение) το συμπλήρωμα, η συμπλήρωση 2. мат. το συμπλήρωμα, το παραπλήρωμα 3. (το, чем дополнено, прибавление) το παράρτημα, η προσθήκη 4. грам. το αντικείμενο, косвенное - έμμεσο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дополнение
-
2 дополнение
дополнениес1. τό συμπλήρωμα, ἡ ιπλήρωση [-ις] / τό παράρτημα, ἡ προ-ίκη (добавление):в \дополнение συμπληρωματι·2. грам. τό ἀντικείμενο[ν]:прямое τό ἄμεσο[ν] ἀντικείμενο [ν]· ко́свен-:\дополнение τό ἔμμεσο[ν] ἀντικείμενο[ν]. -
3 дополнение
-я ουδ.1. συμπλήρωση, -μα.2. προσθήκη, παράρτημα.3. (γραμμ.) αντικείμενο•прямое дополнение άμεσο αντικείμενο•
косвенное дополнение έμμεσο αντικείμενο.
εκφρ.в дополнение – επί πλέον, επιπρόσθετα.